-
1 выздоровление
-
2 поправка
поправка ж 1) η διόρθωση. η επανορθωση (исправление)' η τροποποιήση (изменение)' внести \поправкаи συμπληρώνω, κάνω διορθώσεις 2) (здоровья) η ανάρρωση* * *жвнести́ попра́вки — συμπληρώνω, κάνω διορθώσεις
2) ( здоровья) η ανάρρωση -
3 выздоровление
η ανάρρωση, η ίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выздоровление
-
4 выздоровление
выздоровлениес ἡ ἀνάρρωση [-ις], ἡ ἱαση [-ις]. -
5 поправка
поправк||аж1. (починка) ἡ ἐπισκευή, ἡ ἐπιδιόρθωση [-ις]·2. (здоровья) ἡ ἀποκατάσταση, ἡ βελτίωση, ἡ ἀνάρρωση:у него́ дело чдет на \поправкау ἡ ὑγεία του καλ-λιτερεύεν3. (отравление) ἡ διόρθωση[-ις]. ἡ τροποποίηση/ ἡ τροπολογία (в законопроекте, резолюции). -
6 ускорить
ускоритьсов, ускорять несов в разн. знач. ἐπιταχύνω, ἐπισπεύδω:\ускорить шаги та-χύνω τό βήμα μου· \ускорить отъезд ἐπισπεύδω τήν ἀναχώρηση· \ускорить развязку ἐπιταχύνω τή λύση· \ускорить выздоровление ἐπιταχύνω τήν ἀνάρρωση. -
7 выздоровление
[βυζνταραβλιένιιε] ουσ ο. ανάρρωση -
8 выздоровление
[βυζνταραβλιένιιε] ουσ ο ανάρρωση -
9 выздоровление
-я ουδ.ανάρρωση, ανάκτηση της υγείας.
См. также в других словарях:
ανάρρωση — η ανάκτηση της υγείας ύστερα από αρρώστια: Η ανάρρωσή του δεν ήταν και πολύ γρήγορη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάρρωση — η (Α ἀνάρρωσις) [αναρρώνω] ανάκτηση της υγείας, απαλλαγή από την αρρώστια … Dictionary of Greek
αναρρωτικός — ή, ό ο σχετικός με την ανάρρωση, αυτός που βοηθά στην ανάρρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
περιεστικός — ή, όν, Α [περίειμι (Ι)] αυτός που προμηνύει ανάρρωση («τίνι τούτων ὀξὺ καὶ θανατῶδες ἢ περιεστικόν», Ιπποκρ.). επίρρ... περιεστικῶς με τρόπο που προμηνύει ανάρρωση … Dictionary of Greek
σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
άκεσις — Μυθολογική θεότητα. Καλός δαίμονας της ακολουθίας του Ασκληπιού, που συμβόλιζε τον άνθρωπο που βρίσκεται στην ανάρρωση. Λατρευόταν ως θεός στην Επίδαυρο. * * * ἄκεσις ( εως), η (Α) 1. θεραπεία, γιατριά (Ηρόδ. Δ, 90) 2. επιδιόρθωση 3. αλοιφή ή… … Dictionary of Greek
έγερση — η (AM ἔγερσις) 1. αφύπνιση, το ξύπνημα, το να σηκωθεί κανείς από τον ύπνο 2. η ανάσταση (αρχ. μσν.) ανέγερση, οικοδόμηση αρχ. ανάρρωση … Dictionary of Greek
ανάκτηση — η (Α ἀνάκτησις) [ἀνακτῶμαι] η εκ νέου απόκτηση χαμένου πράγματος, επανάκτηση αρχ. ανάκτηση δυνάμεων, ανάρρωση … Dictionary of Greek
ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… … Dictionary of Greek
αναδωμός — ο [αναδώνω] 1. επιστροφή πράγματος σ’ εκείνον από τον οποίο τό πήρε κάποιος, επανάδοση, ξαναδόσιμο 2. (για φυτά) αναζωογόνηση, ευδοκίμηση 3. (για φωτιά) αναζωπύρωση, ξαναφούντωμα 4. ανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων, ανάρρωση 5. ανάδοση υγρασίας… … Dictionary of Greek
ανακομιδή — η (Α ἀνακομιδή) [ἀνακομίζω] επαναφορά, επάνοδος, επιστροφή, μεταφορά νεοελλ. εκταφή και μεταφορά τών οστών νεκρού σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. 1. ανάληψη, ανάκτηση 2. ανάρρωση από ασθένεια 3. απόσπαση, βγάλσιμο … Dictionary of Greek